απροπαρασκεύαστος — η, ο 1. αυτός που γίνεται χωρίς προηγούμενη προπαρασκευή 2. όποιος δεν έχει προετοιμαστεί για κάτι 3. εκείνος που δεν έχει διαβάσει τα μαθήματά του. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + προπαρασκευάζω. Η λ. μαρτυρείται στον Ι. Φιλήμονα] … Dictionary of Greek
απροπαράσκευος — απροπαράσκευος, η, ο και απροπαρασκεύαστος, η, ο επίρρ. α αυτός που δεν προπαρασκευάστηκε, δεν προετοιμάστηκε, ο απροετοίμαστος: Τις περισσότερες φορές πήγαινε στο σχολείο απροπαρασκεύαστος στα μαθήματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανέτοιμος — η, ο (Α ἀνέτοιμος, ον) αυτός που δεν είναι έτοιμος, απροπαρασκεύαστος, απροετοίμαστος 2. αυτός που δεν τελείωσε, δεν συντελέστηκε, ακάμωτος αρχ. ανέφικτος, ακατόρθωτος … Dictionary of Greek
απροπαράσκευος — η, ο (Μ ἀπροπαράσκευος, ον) ο απροπαρασκεύαστος … Dictionary of Greek