απροπαρασκεύαστος

απροπαρασκεύαστος
απροπαράσκευ||ος, η , ο [ος , ον ] неподготовленный, неготовый;

βρίσκω κάποιον απροπαρασκεύαστον — заставать кого-л. врасплох;

βρίσκομαι απροπαρασκεύαστος — оказаться неподготовленным;

απροπαρασκεύαστη αγόρευση — неподготовленное выступление


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "απροπαρασκεύαστος" в других словарях:

  • απροπαρασκεύαστος — η, ο 1. αυτός που γίνεται χωρίς προηγούμενη προπαρασκευή 2. όποιος δεν έχει προετοιμαστεί για κάτι 3. εκείνος που δεν έχει διαβάσει τα μαθήματά του. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + προπαρασκευάζω. Η λ. μαρτυρείται στον Ι. Φιλήμονα] …   Dictionary of Greek

  • απροπαράσκευος — απροπαράσκευος, η, ο και απροπαρασκεύαστος, η, ο επίρρ. α αυτός που δεν προπαρασκευάστηκε, δεν προετοιμάστηκε, ο απροετοίμαστος: Τις περισσότερες φορές πήγαινε στο σχολείο απροπαρασκεύαστος στα μαθήματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανέτοιμος — η, ο (Α ἀνέτοιμος, ον) αυτός που δεν είναι έτοιμος, απροπαρασκεύαστος, απροετοίμαστος 2. αυτός που δεν τελείωσε, δεν συντελέστηκε, ακάμωτος αρχ. ανέφικτος, ακατόρθωτος …   Dictionary of Greek

  • απροπαράσκευος — η, ο (Μ ἀπροπαράσκευος, ον) ο απροπαρασκεύαστος …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»